Νέα έρευνα δείχνει ότι τα υποκατάστατα ζάχαρης δεν είναι υγιεινότερα από την πραγματική ζάχαρη
Η νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα στο British Medical Journal δείχνει ότι οι εταιρείες τεχνητών γλυκαντικών προϊόντων, δεν έχουν αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα που να υποστηρίζουν ότι τα προϊόντα τους είναι εγγενώς υγιεινότερα για τους ανθρώπους.
Μια ομάδα ευρωπαίων ερευνητών, με την υποστήριξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, άντλησε στοιχεία από 56 μεμονωμένες μελέτες σε γλυκαντικές ουσίες χωρίς ζάχαρη, στις οποίες συμμετείχαν συνολικά περίπου 14.000 άτομα. Στη συνέχεια έγινε έλεγχος της πρόσληψης των γλυκαντικών ουσιών και των μεταβολών στο σωματικό βάρος ή στο δείκτη μάζας σώματος, στην στοματική υγεία, στη διατροφική συμπεριφορά, στον καρκίνο, στις καρδιακές παθήσεις, στις νεφροπάθειες και στις αλλαγές της διάθεσης.
Η νέα μετανάλυση των μελετών είναι η πιο ολοκληρωμένη εικόνα που έχουμε σε ό, τι αφορά τον τομέα της έρευνας γύρω από τα γλυκαντικά που δεν περιέχουν ζάχαρη και τον αντίκτυπό τους στην υγεία μας. “Δεν υπάρχουν στοιχεία για τα οφέλη στην υγεία από γλυκαντικά που δεν περιέχουν ζάχαρη και οι δυνητικές βλάβες δεν θα μπορούσαν να αποκλειστούν”, ανέφεραν οι ερευνητές για τη μελέτη. “Η βεβαιότητα των εμπεριεχόμενων αποδεικτικών στοιχείων κυμαινόταν από πολύ χαμηλή έως μέτρια και η εμπιστοσύνη μας στις εκτιμήσεις των αναφερόμενων αποτελεσμάτων είναι συνεπώς περιορισμένη”.
Με απλά λόγια, η επιστήμη της διατροφής δεν έχει όλα τα στοιχεία που χρειάζεται για να οδηγηθεί στο τελικό συμπέρασμα. Αυτό δεν είναι ασυνήθιστο στον τομέα της έρευνας για τη διατροφή. Δεν είναι ηθικό να απομακρύνουμε τους ανθρώπους από τη καθημερινότητα τους, να τους κλειδώνουμε στα δωμάτια, να τους τροφοδοτούμε με πολύ συγκεκριμένες τροφές για μεγάλες χρονικές περιόδους και στη συνέχεια να μετράμε τις σωματικές τους αντιδράσεις. Για το λόγο αυτό, οι επιστήμονες της διατροφής βασίζονται σε μεθόδους που συχνά ζητούν από τους ανθρώπους να αναφέρουν αυτό που τρώνε.
Ενώ η νέα μελέτη είναι σημαντική διότι ενθαρρύνει τους ανθρώπους να αναθεωρήσουν τις αντιλήψεις τους γύρω από τα γλυκαντικά, δεν προσφέρει καμία καθοδήγηση για τους ανθρώπους που έχουν στραφεί σε εναλλακτικές πηγές ζάχαρης, με σκοπό να αποκτήσουν υγιεινότερο τρόπο ζωής.
Το 1983 το διαφημιστικό για το γλυκαντικό Sweet ‘n Low, , έδωσε την εντύπωση ότι το προϊόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσει τους ανθρώπους να ελαττώσουν τις θερμίδες που κατανάλωναν. Η παχυσαρκία ήταν ήδη ένα διαδεδομένο πρόβλημα δημόσιας υγείας και το Sweet ‘n Low ήταν ένα από τα πολλά υποκατάστατα της ζάχαρης – συμπεριλαμβανομένων των Splenda, Equal, Sorbitol και NutraSweet – οι άνθρωποι άρχισαν να πιστεύουν ότι τα γλυκαντικά βοηθούσαν στην αποφυγή της παχυσαρκίας και των κινδύνων για την υγεία που συνδέονται με αυτήν .
Οι συντάκτες της μελέτης δηλώνουν ότι πρέπει να γίνουν πολλά περισσότερα για να κατανοήσουμε πώς τα τεχνητά γλυκαντικά μπορούν ή όχι να συνδέονται με αρνητικά αποτελέσματα υγείας, όπως ο καρκίνος. Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια είναι ότι οι περισσότερες από τις μελέτες για τα γλυκαντικά δεν έχουν διεξαχθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Γρίβα Νάνσυ
Διαιτολόγος-Διατροφολόγος
Chryssalis Medical Spa